Στίχοι

Η Θεια μ’ η Αμιρσούδα  (1946)
           (Δημοτικό της Μυτιλήνης)

Διασκευή Ανδρέας Βέμπος (ακορντεόν - Μ. Σουγιούλ)

Η Μυτιλήν’ μας είναι ένα τρανό χωριό
άρχοντ’ τσι φουκαράδες ζούμε μακριά απ’ το Θιο
τ’ έχει ο Θιος και δε μας θέλ’ κι για μας πια γεν τον μέλλ’
Πουρνό, πουρνό στ’ δλειά μας με το ζεμπδέλι στο χερ’
παν’ στο γιαλό τα πδέλια τσι στα χωράφια οι γέρ’
τσήπος τσι μακρύς γιαλός τσι Μυτιλήν’ μας γη-ομφαλός

Ιδώ σαν πάρ’ς μια γ’ναίκα θα τ’ ν’ πάρ’ς με το στεφάν’
ιξών να βρεις μια χήρα το πόνο σ’ για να σ’ γειάν’
σαν δεν π’δηξ’ τον Ησαΐα ‘εν έχ’ νύχτα μεγαλεία
σαν δεν π’δηξ’ τον Ησαΐα ‘εν έχ’ νύχτα μεγαλεία

Η μπάρμπα Ζιμ Νικόλας έχασε δυο κακνιά
τύφλες και μούντζες να ‘χει όποιος τα δώκ’ ξανά
κι όταν εκείν’ τα γύριβδε τσ’ άλλος τα μαγείρευδε
κι όταν εκείν’ τα γύριβδε τσ’ άλλος τα μαγείρευδε

Η θεια μ’ η Αμιρσούδα τρία βρατσιά φορεί
ώσπου να λύσ’ το ένα τα δυο τα κατουργεί
κνίστο, κνίστο κομματέλι σαν βαρκούλα σαν κακβέλ’
γω το κνιώ τσ’ ετσείνο κλαίει του διαβόλ’ το μπασταρδέλ’
                                αψηλομάτ’ έβγα στο περζάλ’ κομμάτ’


Σημείωση:
Θιος = Θεός           περζάλ = περβάζι
κακνιά = αρνιά       κνίστο = κούνατο
κνιώ = κουνώ



Κορόιδο Μουσολίνι   (1940)

 Γ. Οικονομίδης, Πολ Μενεστρέλ     Eldo Di Lazzaro

Με το χαμόγελο στα χείλη παν' οι
φαντάροι μας μπροστά
και γίνονται οι Ιταλοί ρεζίλι
μα η καρδιά τους δεν βαστά

Κορόιδο Μουσολίνι
κανείς σας δεν θα μείνει
κι εσύ κι η Ιταλία η πατρίδα σου η γελοία
τρέμετε όλοι το χακί
Δεν έχεις διόλου μπέσα
κι όταν θα μπούμε μέσα
ακόμα και στη Ρώμη
γαλανόλευκη θα υψώσουμε σημαία ελληνική

Βρέχει κάτω από την τέντα
δεν κάνουν βήμα προς τα μπρος
και γράφουν τ' ανακοινωθέντα
φταίει ο κακός τους ο καιρός

Κορόιδο Μουσολίνι...



Λόντρα...Παρίσι... (1944)

Μ. Τραϊφόρος      Λ. Ραπίτης

Όπου κι αν πάω ο νoυς μου διαρκώς τριγυρνά,
μες τα στενά τns Αθήνας και στα καπηλειά τns
και κάθε βράδυ τρικλίζοντας στα σκοτεινά,
λέει μεθυσμένη ψυχή μου απ' τα γιασεμιά της
Λόντρα, Παρίσι, Νιου-Γιορκ, Βουδαπέστη, Βιέννη,
μπρος στην Αθήνα, καμιά σας, καμιά σας δεν βγαίνει
γιατί είναι πάντα γιομάτες με ρόδα οι ποδιές της
κι άσπρες δαντέλες, τυλίγουν τις ακρογιάλιές της

Έχει ομορφιές, χιλιάδες ζωγραφιές
και στις ανηφοριές τις γραφικές της
Κάθε βραδιά κάτω από μια μουριά
ο έρως ξενυχτά κλεφτά, κλεφτά

Σε κατοικούνε θεοί ξελογιάστρα μου Αθήνα
που κατεβαίνουν στην Πλάκα να πιούνε ρετσίνα
και ζαλισμένοι τα βράδια κολόνα - κολόνα
να κοιμηθούνε πηγαίνουνε στον Παρθενώνα

Α...α...α...α...  ο Υμηττός λέει με κέφι στην Πεντέλη
Α...α...α...α...  λέει η ρετσίνα στο βαρέλι
Α...α...α...α...  λεν’ οι γαζίες στο φεγγάρι οι ερωτιάρες
Α...α...α...α...  λεν' οι πλακιώτικες κιθάρες



Η Ταμπακέρα  (1950)

 Μ. Τραϊφόρος, Γ. Γιαννακόπουλος     Ι. Ριτσιάρδης

Τι μου τι χάρισες αυτή τη ταμπακέρα
αφού για μένα πονηρά έχεις σκεφτεί
κι αφού στο βάθος θέλεις να με κάνεις πέρα
τι μου τι χάρισες την ταμπακέρ’ αυτή;

Την ταμπακέρα σου δεν έπρεπε να πάρω
γιατί τη βλέπω και βαθιά μελαγχολώ
μέχρι που σκέπτομαι να κόψω το τσιγάρο
για να σε διώξω μια στιγμή απ' το μυαλό

Ποτέ δεν μ' άφησες να δω μιαν άσπρη μέρα
και σου γουστάρει πάντα να με τυραννάς
κι ίσως μου χάρισες αυτή την ταμπακέρα
για να μου γίνει και το κάπνισμα βραχνάς



Χωριό μου, χωριουδάκι μου   (1950)

Μ. Τραϊφόρος       I. Ριτσιάρδης

Τα πλούτη αυτά και τα καλά τι να τα κάνω
εγώ αδέρφια μου μερόνυχτα ποθώ
λίγο θυμάρι να μυρίσω κι ας πεθάνω
σε μια ψηλή κορφή ν' ανέβω κι ας χαθώ
Ψηλά στις στάνες στα λιοτρίβια και στ' αλώνια
και στου χωριού μου τις πλαγιές και τους γκρεμούς
εκεί η ψυχή μου ανηφορίζει από χρόνια
και η φωνή μου τραγουδάει με λυγμούς

Χωριό μου, χωριουδάκι μου
και πατρικό σπιτάκι μου
στη σκέψη μου σας φέρνω νύχτα-μέρα
εδώ στα ξένα πέρα
Κι άλλο δεν θέλω απ' τη ζωή
δεν θέλω τίποτ’ άλλο να μου δώσει
παρά να μ' αξιώσει
να ξαναδώ κάποιο πρωί
το πατρικό σπιτάκι μου
και το φτωχό το χωριουδάκι μου

Πότε θαρθεί, πότε θαρθεί η άγια μέρα
που θε ν' ακούσω της φλογέρας το σκοπό
και θ' αγκαλιάσω τη γριούλα μου μητέρα
και με το γέρο μου θα κάτσω να τα πιω
Να ιδω τ' αδέρφια μου να ιδω τις αδερφές μου
και μιαν αγάπη μου παλιά που ακόμα ζει
να ξαναβρώ τις παιδικές τις συντροφιές μου
και να τα πούμε και να κλάψουμε μαζί



Αλεξάνδρεια (1944)

Α. Πλωμαρίτης        Λ. Ραπίτης

Κάθε βραδιά πως το ποθώ σε μια ακρογιαλιά
να τραγουδήσω όταν μονή βρίσκομαι στη σιγαλιά
τον σκοπό που η καρδιά λαχταρά με περίσσια χαρά

Αλεξάνδρεια, Αλεξάνδρεια
γέροι και παιδιά σ’ αγαπούν
και για σε γλυκά τραγουδούν
Αλεξάνδρεια, Αλεξάνδρεια
ξελογιάστρα κοντά σου ξεχάστηκα

Μας θυμίζεις πάντα Αθήνα γλυκιά
που δεν βγαίνει στιγμή απ’ την καρδιά μας
Αλεξάνδρεια, Αλεξάνδρεια
κάθε μια γωνιά σου για κείνη μιλά

Αλεξάνδρεια, Αλεξάνδρεια
γέροι και παιδιά σ’ αγαπούν
και για σε γλυκά τραγουδούν
Αλεξάνδρεια, Αλεξάνδρεια
ξελογιάστρα κοντά σου ξεχάστηκα

Μας θυμίζεις πάντα Αθήνα γλυκιά
που δεν βγαίνει στιγμή απ’ την καρδιά μας
Αλεξάνδρεια, Αλεξάνδρεια
κάθε μια γωνιά σου για κείνη μιλά (δις)



Κάνε κουράγιο Ελλάδα μου  (1947)

Μ. Τραϊφόρος         Μ. Σουγιούλ

Ποιος το περίμενε στ΄αλήθεια να βγουν ψευτιές και παραμύθια
και να ξεχάσουν τώρα πια τα λόγια εκείνα τους
που μας τα λέγαν κάθε βράδυ απ’ τα Λονδίνα τους

Μα δεν πειράζει, δεν πειράζει δεν θα το βάλουμε μαράζι
και δεν θα κλάψουμε που πάλι μας ξεχάσατε
γιατί δεν είν’ πρώτη φορά που μας τη σκάσατε
και στην υγειά σας μια οκαδούλα εμείς θα πιούμε
και στη μικρή την Ελλαδούλα μας θα πούμε…

Κάνε κουράγιο Ελλάδα μου κι όσο μπορείς κρατήσου
και στα παλιά παπούτσια σου, γράψε όσα λεν’ οι εχθροί σου
Κι αν μας τη σκάσανε με μπαμπεσιά
οι σύμμαχοι στη μοιρασιά
κάνε κουράγιο Ελλάδα μου να μην μας αρρωστήσεις
γιατί το θέλει ο Θεός να ζήσεις και θα ζήσεις

Σε κάθε χιονισμένη ράχη σαν πολεμούσαμε μονάχοι
όλοι λαγούς με πετραχήλια μας ετάζατε
και μες τα μάτια με λατρεία μας κοιτάζατε
Μα ξεχαστήκαν όλα εκείνα
κ' η Πίνδος και η Τρεμπεσίνα
κ’ ίσως μια μέρα εμάς που τόσο αίμα εχύσαμε
να μας καθίσουν στο σκαμνί γιατί νικήσαμε
μα φυσικό θα μας φανεί κι αυτό ακόμα
και στην Ελλάδα μας θα πούμε μ’ ένα στόμα
Κάνε κουράγιο Ελλάδα μου...




Το τραγούδι του Μοριά  (1947-8)

Μ. Τραϊφόρος              Θ. Σακελλαρίδης

Ένα τραγούδι θα σας πω για τον λεβέντη
τον ασπρομάλλη μου τον γέρο τον Μοριά
και βάλτε αδέρφια μου για να στηθεί το γλέντι
τριπολιτσιώτικο κρασί και ψησταριά
Στήσε χορό ξενιτεμένε Μοραΐτη
κι απόψε ας παίξουνε λαγούτα και βιολιά
και πες πως γύρισες στο πατρικό σου σπίτι
και πως σε πήρανε οι γέροι σου αγκαλιά

Γεια και χαρά σας Μοραΐτες αδερφοί
και σεις κοπέλες γεια σας
τη λευτεριά η Ελλάδα μας χρωστά στην λεβεντιά σας
Γεια και χαρά σας Μοραΐτες αδερφοί
που η μάν' αν δεν σας γέννα
ούτ’ Άγια Λαύρα θα ‘χαμε, ούτε Εικοσιένα

Τώρα που αίμα αδερφικό το χώμα ιδρώνει
κ’ η Ελλάδα πνίγει την Ελλάδα στα βουνά
έβγ’ απ’ τον τάφο Θοδωρή Κολοκοτρώνη
κι αδέρφια κάνε όλους τους Έλληνες ξανά
Τα όμορφα χρόνια τα παλιά να ξαναζήσουν
και στου Ταΰγετου την πιο ψιλή κορφή
των προγόνων μας οι σκιές χορό να στήσουν
και να τους λέει τ’ αγέρι ετούτη τη στροφή
Γεια και χαρά σας Μοραΐτες αδερφοί…




Παιδιά, της Ελλάδος παιδιά  (1940)

Μ. Τραϊφόρος            Μ. Σουγιούλ

Μες τους δρόμους τριγυρνάνε οι μανάδες και κοιτάνε ν’ αντικρίσουνε
τα παιδιά τους π’ ορκιστήκαν στο σταθμό όταν χωριστήκαν να νικήσουνε
Μα για ‘κείνους που ‘χουν φύγει και η δόξα τους τυλίγει ας χαιρόμαστε
και ποτέ καμιά ας μη κλάψει κάθε πόνο της ας θάψει κι ας ευχόμαστε

Παιδιά, της Ελλάδος παιδιά που σκληρά πολεμάτε πάνω στα βουνά
παιδιά στη γλυκιά Παναγιά προσευχόμαστε όλες να ’ρθετε ξανά

Λέω σ’ όσες αγαπούνε και για κάποιον ξενυχτούνε και στενάζουνε
πως η πίκρα κι η τρεμούλα σε μια τίμια Ελληνοπούλα δεν ταιριάζουνε
Ελληνίδες του Ζαλόγγου και της πόλης και του λόγγου και Πλακιώτισσες
όσο κι αν πικρά πονούμε υπερήφανα ας πούμε σαν Σουλιώτισσες

Παιδιά, της Ελλάδος παιδιά..




Ας ήταν για λίγο…   (1943)

Μ. Τραϊφόρος         Λ. Ραπίτης

Στην πόρτα μου ας ήταν δυο γνώριμοι χτύποι
ξανά ν’ ακουστούν φοβισμένα
ν’ αρχίσει το ίδιο παλιό καρδιοχτύπι που σβήνει ολοένα
Απόψε που παίζουν στα τζάμια οι ψιχάλες
τις πιο θλιβερές τους συνθέσεις
ας ήταν να ‘ρχόσουν καθώς τις προάλλες
κοντά μου να πέσεις

Ας ήταν για λίγο, για λίγα λεπτά να μπεις στη θαμπή κάμαρά μου
μη τρέμεις καλή μου είν’ όλα κλειστά και μόνο η καρδιά μου
τις πόρτες τις έχει για σένα ανοιχτές, σα να ‘φυγες χτες
Ας ήταν να ‘ρχόσουν κοντά μου καλή, απόψε για λίγες στιγμούλες
να ‘ρθεις να μου πεις με φωνή απαλή
δυο τρεις στοργικές κουβεντούλες
κι ενώ δυο ανάσες θ’ ακούγονται γύρω
χωρίς να το θέμε να γείρεις, να γείρω
στ’ απλό ντιβανάκι με μάτια κλειστά, για λίγα λεπτά

Απόψε που είν’ όλα θλιμμένα μαζί μου
κι οι κρίνοι στα βάζα έχουν γύρει
αν έρθεις κοντά μου θα νοιώσει η ψυχή μου σωστό πανηγύρι
Μπροστά στης μορφής σου την άγια εικόνα
ο κάθε λυγμός μου θα σβήσει
και μες την καρδιά του πιο γκρίζου χειμώνα,
ο Μάης θ’ ανθίσει…

Ας ήταν για λίγο, για λίγα λεπτά να μπεις στη θαμπή κάμαρά μου…



Πω, πω τι έπαθε ο Μουσολίνι…  (1941)

Ελληνικοί στίχοι Πωλ Μενεστρέλ        Μουσική Nino Casiroli

Ντούτσε κορόιδο τα έκανες ρόιδο αφότου φοράς το χακί
και νόμιzες τη Μεσόγειο για λίμνη φασιστική
Γκάφα σου πρώτη που πίστεψες ότι η Ελλάς σκλάβα ζει, παλαβέ
και σου απάντησαν οι Έλληνες με το «Μολών λαβέ».

Ω! Πω, πω τι έπαθε ο Μουσολίνι από την Ελλάδα ο χαζός
Ω! Δίχως σπαγγέτι ο φρατέλος θα μείνει για μήνες πολλούς ο φτωχός
Με τρόμο αντικρίζει τον φαντάρο, σα χάρο,
τη ξιφολόγχη του τσολιά σαν βλέπει του κόβεται ευθύς η λαλιά
Ω ! Πω, πω τι έπαθε ο Μουσολίνι από την Ελλάδα ο κουτός

Για τιμωρία η αυτοκρατορία σαν στάχτη θα διαλυθεί
μες τη Μεσόγειο μεγάλη Ελλάς γοργά θ' αναγεννηθεί
και εις το τέλος ο βλαξ ο φρατέλος θα λέει με κομμένα αυτιά
«Την έπαθα σαν το γκάινταρο που ήθελε αρχοντιά»
Ω! Πω, πω τι έπαθε ο Μουσολίνι από την Ελλάδα ο χαζός….

Oh! What a surprise for the Duce, the Duce
he can’t put it over the Greeks
Oh! What a surprise for the Duce, the Duce
they do say he’s had no spaghetti for weeks…



Κάποιος, κάπου, κάποτε   (1955)

Γ. Γιαννακόπουλος           Μ. Θεοφανίδης

Κάποιος, κάπου, κάποτε στην καρδιά μου μίλησε
με στοργή κι αγνότητα και λατρεία τόση
κάποιος, κάπου, κάποτε φλογερά με φίλησε
θέλοντας τα χείλη μου να μου τα ματώσει
τώρα πια συνήθισα κι ούτε πια λυπάμαι
κάποιος, κάπου, κάποτε, που να τον θυμάμαι
τώρα πια συνήθισα κι ούτε πια λυπάμαι
α, α, α, α, α, α, α…

Στην αγνή και άδολη την καρδιά μου μίλησε
κάποιος, κάπου, κάποτε, πάνε τόσα χρόνια
κι η καρδιά μου γέρασε κι η ζωή μου κύλησε
μέσα στην απόγνωση, μες την καταφρόνια
τώρα πια συνήθισα κι ούτε πια λυπάμαι
κάποιος, κάπου, κάποτε, που να τον θυμάμαι
τώρα πια συνήθισα κι ούτε πια λυπάμαι
α, α, α, α, α, α, α…

Κάποιος, κάπου, κάποτε μ’ όρκους με πλημμύρησε
κι ίσως να ‘ταν άνοιξη, ίσως και χειμώνας
κι έφυγε και χάθηκε κι ούτε ξαναγύρισε
κι ούτε ίχνη άφησε μιας θαμπής εικόνας
τώρα πια συνήθισα κι ούτε πια λυπάμαι
κάποιος, κάπου, κάποτε, που να τον θυμάμαι
τώρα πια συνήθισα κι ούτε πια λυπάμαι
α, α, α, α, α, α, α…



Αγαπημένε μου  (1941)

Μ. Τραϊφόρος               Λ. Ραπίτης

Η νύχτα είναι βαριά κι ο γκιώνης κλαίει πάνω στα κλαδιά
κι ο θρήνος του βοριά ζητάει να μπει στο σπιτικό της
μα εκείνη σιωπηλή χωρίς λυγμούς και δίχως δάκρυα
σε κάποια άκρια απόψε γράφει στον καλό της

Αγαπημένε μου πάει καιρός που ’χω να πάρω γράμμα σου
που μ’ αγωνία αληθινή το καρτερώ
και λέω μερόνυχτα κάνε Θεέ μου παντοδύναμε το θάμα σου
στην αγκαλιά μου ΝΙΚΗΤΗ να τον χαρώ
φέρε μου πάλι της χαράς τα χελιδόνια και το φεγγάρι τ’ αργυρό
αγαπημένε μου δεν έχω άλλο πιο πολύτιμο από το γράμμα σου
που μ’ αγωνία αληθινή το καρτερώ

Μες το ψυχρό τ’ αμπρί που το φωτίζει ένα μικρό κερί
με όψη λίγο ωχρή κοιμούνται όλοι κουρασμένοι
μα εκείνος σιωπηλός, χωρίς λυγμούς και δίχως δάκρυα
σε κάποιαν άκριαγράφει σ’ αυτήν που τον προσμένει

Αγαπημένη μου πάει καιρός που ‘χω να πάρω γράμμα σου
που μ’ αγωνία αληθινή το καρτερώ
και λέω μερόνυχτα, κάνε Θεέ μου παντοδύναμε το θάμα σου
στην αγκαλιά μου ΝΙΚΗΤΗΣ να την χαρώ

Φέρε μου πάλι της χαράς τα χελιδόνια και το φεγγάρι τ’ αργυρό
αγαπημένη μου δεν έχω άλλο πιο πολύτιμο από το γράμμα σου
που μ’ αγωνία αληθινή το καρτερώ



Ας ερχόσουν για λίγο  (1947)

Μ. Τραϊφόρος         Μ. Σουγιούλ

Που να ’σαι αλήθεια το βράδυ αυτό
που είμαι τόσο, μα τόσο μόνος
και που μαζί μου παίζουν κρυφτό
πότε η πλήξη και πότε ο πόνος
Που να ’σαι αλήθεια το βράδυ αυτό
που με χτυπάει τ’ άγριο τ’ αγέρι
να ’ρθεις και μ’ ένα φιλί καυτό
να με γιομίσεις με καλοκαίρι

Ας ερχόσουν για λίγο μοναχά για ένα βράδυ
να γεμίσεις με φως το φριχτό μου σκοτάδι
και στα δυο σου τα χέρια να με σφίξεις ζεστά
ας ερχόσουν για λίγο κι ας χανόσουν μετά
Που να ’σαι να ’ρθεις το βράδυ αυτό
σ’ αυτούς τους δρόμους που σ’ αγαπούνε
το ντουετάκι τους το γνωστό
τα βήματά μας να ξαναπούνε
Που να ’σαι να ’ρθεις το βράδυ αυτό
που ’γινε φύλλο ξερό η ελπίδα
να ’ρθεις κοντά μου να φυλαχτώ
από του πόνου την καταιγίδα

Ας ερχόσουν για λίγο….



Μη μ’ αφήνεις μοναχό μου     (1947-8)

Μ. Τραϊφόρος               Χρ. Χαιρόπουλος

Είναι χειμώνας κι είναι κρύο κι όλο βρέχει
κι απόψε ο νους μου που θλιμμένος περπατά
για να βρει λίγη ζεστασιά σε κείνη τρέχει
που μες τα χέρια της την άνοιξη κρατά
Τον τρέμω ετούτο το χειμώνα μακριά σου
τρέμω τις μπόρες και το κρύο το φρικτό
γιατί εφέτος θα μου λείπει η αγκαλιά σου
και δεν θα έχω που να τρέξω να κρυφτώ

Μη μ’ αφήνεις μοναχό μου, μη μ’ αφήνεις
θέλω απόψε λίγο δίπλα μου να μείνεις
κι ας χαθώ και ‘γω και όλες μου οι ελπίδες
μες των μαύρων σου ματιών τις καταιγίδες
Έλ’ αυτό το βράδυ, έλα κι αν αστράφτει και βροντά
θα μυρίσει καλοκαίρι σαν καθίσουμε κοντά
έλ’ απόψε μες τη νύχτα αυτή την κρύα
που έχω πλήξει απ’ της βροχής τη φλυαρία
έλ’ απόψε λίγο δίπλα μου να μείνεις
μη μ΄αφήνεις μοναχό μου μη μ’ αφήνεις

Δεν φταίω εγώ αν είμαι τόσο πονεμένος
μα φταις εσύ που μ’ είχες πείσει ένα πρωί
ότι ποτέ τέτοιος χειμώνας λυπημένος
δεν θα με βρει χωρίς εσένα στη ζωή
Κι αυτά τα λόγια θα τα πίστευα ως τα τώρα
και της φωνής σου θα με ζέσταινε ο αχός
μα όταν δε σ’ ένοιωσα αγκαλιά στην πρώτη μπόρα
τότε κατάλαβα πως είμαι μοναχός

Μη μ’ αφήνεις μοναχό μου…



Σ’ αγαπώ και μ’ αρέσει η ζωή    (1955)
                      (Συμμετοχή Τρίο Γκρέκο)

Μ. Τραϊφόρος             Μ. Θεοφανίδης

Αντίο στεναγμοί και πίκρες και λυγμοί για πάντα αντίο
αγάπησα ξανά κι είν’ όλα φωτεινά και γαλανά
αγάπησα ξανά και όλα φωτεινά τα βλέπω τώρα
κι η άδεια μου η καρδιά έχει κάθε βραδιά Πρωτομαγιά

Σ’ αγαπώ και μ’ αρέσ’ η ζωή
και μ’ αρέσ’ η ζωή γιατί εσένα αγαπώ
κοντά σου ευτυχία χορταίνω, μακριά σου πεθαίνω
σ’ αγαπώ γιατί βράδυ-πρωί η δική σου πνοή με γιομίζει ζωή
και στα κουρασμένα μου χείλη ξυπνούν πόθοι χίλιοι
κοντά σου η καρδιά μου καινούργιους σκοπούς τραγούδησε
κι ή άδεια η ζωή μου με μια σου ματιά λουλούδισε
σ’ αγαπώ και μ’ αρέσ’ η ζωή
και μ’ αρέσ’ η ζωή γιατί εσένα αγαπώ
κοντά σου ευτυχία χορταίνω, μακριά σου πεθαίνω

Εσβήστηκε το χθες κι οι νύχτες μου οι φρικτές γιόμισαν άστρα
και γιόμισαν χαρές οι ώρες μου οι πικρές που ήταν νεκρές
και γιόμισε φιλιά, τραγούδια και πουλιά όλ’ η ζωή μου
κι έφυγ’ η συννεφιά κι είν’ όλα χρυσαφιά κι όλ’ ομορφιά

Σ’ αγαπώ και μ’ αρέσ’ η ζωή
και μ’ αρέσ’ η ζωή γιατί εσένα αγαπώ
κοντά σου ευτυχία χορταίνω, μακριά σου πεθαίνω
σ’ αγαπώ γιατί βράδυ-πρωί η δική σου πνοή με γιομίζει ζωή
και στα κουρασμένα μου χείλη ξυπνούν πόθοι χίλιοι
κοντά σου η καρδιά μου καινούργιους σκοπούς τραγούδησε
κι ή άδεια η ζωή μου με μια σου ματιά λουλούδισε

Σ’ αγαπώ και μ’ αρέσ’ η ζωή
και μ’ αρέσ’ η ζωή γιατί εσένα αγαπώ
κοντά σου ευτυχία χορταίνω, μακριά σου πεθαίνω



Στ’ Λάρ’σα βγαίν’ ο Αυγερινός   (1940)
             (Θεσσαλικό δημοτικό τραγούδι)
Διασκευή:   Σ. Βέμπο              Α. Μοσχούτης

Στ’ Λάρ’σα βγαίν’ ο Αυγερινός, στ’ν Ανακασά η Πούλια
έβγα Σμαραγδή με το φουστάν το κουρουμπλί
γιατί δεν βγαίνεις να σε δω, πω, πω, πω αρή θα σαλουθώ
Και κει σ’ απά, σ’ παν στ’ν Ανακασά, παν’ τα κουρίτσα ούλα
έβγα να σε δω γιατί, γιατί θα σαλουθώ
γιατί δε βγαίνεις να σε δω, πω, πω, πω αρή θα σαλουθώ
Καίει ο φούρνος καίει,καίει μανάραμ’ καίει
για να ψήσει την ψουμάρα μ’ να τ ’ν εφάει η νύφ’, άρη,
να τ ’ν εφάει η νυφ’

Στ’ Λάρ’σα δεν, μωρ’ δεν παντρεύουμαι
γιατί με περγιλούνε Μαριώ μου σαν μ’ ιδούνε
θα παντρευτώ στ’ν Ανακασά
που με περικαλούνε τα κουρίτσα σαν μ’ ιδούνε

-Που ‘σαι μωρ’ Βασίλω;
-‘Δω ‘μαι Νικολή
-Κατέβα παρακάτω να μη σε φάει το σκ’ λί, άρη,
να μη σε φάει το σκ’ λί



Ν Ι Κ Η  (1941)

Μ. Τραϊφόρος         Ζερβό (Φ. Ζερβόπουλος)

(Το τραγούδησε μετά την ήττα του Μουσολίνι από τον ελληνικό στρατό, την άνοιξη του 1941)

Πάνω στα βουνά τα χιονισμένα για τη λευτεριά και την τιμή
τα Ελληνόπουλα τ’ αντρειωμένα πολεμάνε τούτη τη στιγμή
κι όλοι εμείς που ζούμε μ’ αγωνία, γέροι, γυναίκες και παιδιά
σ’ αυτούς που πολεμάνε κι ολούθε ορμάνε σαν τα θεριά
λέμε νύχτα και μέρα μπρος τη μητέρα την Παναγιά

Νίκη να δώσεις στα παιδιά μας
που για τη λευτεριά μας κει πάνω πολεμούν
Νίκη στους Έλληνες να φέρεις
γιατί καλά εσύ ξέρεις για ποιον σκοπό ορμούν
Νίκη ζητάμε από σένα με μάτια δακρυσμένα μ’ όλη μας την καρδιά
φέρε μας της Νίκης τα κλαδιά, ω! μητέρα Παναγιά

Κι όταν θα περάσουνε τα χρόνια κι άσπρα θα ‘ναι τούτα τα μαλλιά
θα μαζεύω τα μικρά μου εγγόνια και με χαμηλή σβηστή λαλιά…
τότε που η Ελλάδα θα ‘χει γίνει πιο όμορφη και πιο τρανή
κι ήσυχη θα ‘ναι η γη μας κι ουρανοί μας οι γαλανοί
θα λέει σβηστή απ’ τα χρόνια σε κάποια εγγόνια αυτή η φωνή

Ήρθαν μια νύχτα κάποιοι εχθροί μας την πόρτα τη δική μας
να σπάσουνε με βιά
ήρθαν να κάψουν τα χωριά μας να σφάξουν τα παιδιά μας
με μαύρη απανθρωπιά
μα η Ελλάδα η δοξασμένη σηκώθηκε ενωμένη με κέφι και καρδιά
και μας δώσανε τη λευτεριά της Ελλάδος τα παιδιά



Να η Αθήνα  (1955)
(Συμμετοχή Τρίο Γκρέκο)
Ν. Ελευθερίου, Κ. Νικολαΐδης, Η. Λυμπερόπουλος    Μ. Θεοφανίδης

Μες τα χέρια σου γεννήθηκα, με τα χάδια σου κοιμήθηκα
και την πρώτη μου ηλιαχτίδα κοντά σου την είδα
είσαι ‘συ χαρά και λύπη μου και το πρώτο καρδιοχτύπι μου
κι όπου πάω έρωτά μου, σε βλέπω μπροστά μου

Να η Αθήνα πρώτη μου αγάπη μεγάλη
να η Αθήνα μες τα γαλάζια προβάλλει
τριγύρω στεφάνι τα κάλλη της, η Εκάλη της, η Δροσιά της
πιο ‘κει Φιλοθέη βελούδινη να η λουλούδινη Κηφισιά της
Να η Αθήνα που είμαστε όλοι ερασταί της
να η Αθήνα που δεν ξεχνιέται ποτέ της

Κάποιο δειλινό σαλπάρισα γι’ άλλα μέρη που λαχτάρισα
μα κανένα από ’κείνα δεν ήταν Αθήνα
Τρία χρόνια ξενητεύθηκα, χίλια βράδια σ’ ονειρεύτηκα
και ταμπλό στα όνειρά μου εσύ ’σουν χαρά μου
Να η Αθήνα πρώτη μου αγάπη μεγάλη
να η Αθήνα πάλι μπροστά μου προβάλλει

Το χάραμα μες τ’ ανηφόρια της, τα κοκόρια της την ξυπνάνε
τα βράδια βουτάνε τ’ αστέρια της και στα χέρια της ξεψυχάνε
Να η Αθήνα που ’μαστε όλοι ερασταί της
να η Αθήνα που δεν ξεχνιέται ποτέ της

Μα ένα βράδυ ξαναγύρισα, πάλι Αθήνα ξαναμύρισα
κι απ’ της θάλασσας τα μάκρη, με πήρε το δάκρυ
το μελτέμι της με φίλησε, η καρδιά μου εξεχείλισε
κι όταν μπήκα στο κανάλι, ψιθύρισα πάλι
Να η Αθήνα σαν ζωγραφιά ξεπροβάλλει
να η Αθήνα στης Αττικής την αγκάλη
ο δρόμος που πάει στο Φάληρο, μ’ ένα τάλιρο η ρετσίνα
τα φώτα, τα σπίτια, η Μητρόπολη, η Ακρόπολη, γεια σου Αθήνα
Να η Αθήνα που ’μαστε όλοι ερασταί της
να η Αθήνα που δεν ξεχνιέται ποτέ της



Το αλβανικό  έπος

(Παρλάτα - 28. 10.1963 Θεάτρο Βέμπο)

Στίχοι Μ. Τραϊφόρου

Μα πριν απ’ τα τραγούδια μου αφήστε με για λίγο στα ηπειρώτικα βουνά να πάω τα δοξασμένα. Αφήστε με λίγα λεπτά εκεί ψηλά να φύγω, που κάθε βράχος και πλαγιά για τη δική μας λευτεριά σε τίμιο αίμα ελληνικό είν’ όλα ποτισμένα.
Χρόνια πολλά δεν πέρασαν, δεν πάνε πολλά χρόνια, που αφήνοντας τα σπίτια τους, τα τζάκια τους, τ’ αλώνια, μια χούφτα Ελλήνων τα ‘βαλε προς γενική απορία με του Μπενίτο τη γνωστή τρανή αυτοκρατορία.  Κι όχι μονάχα τα ‘βαλε, μα μες σε λίγες μέρες, χωρίς να λογαριάσουμε του Ντούτσε τις φοβέρες, μπήκαμε μες την Κορυτσά, στους Άγιους Σαράντα και προχωρώντας πάντα, στης νύχτας τη σιγή, πήραμε τ’ Αργυρόκαστρο μια χιονισμένη αυγή.  Και δεν αφήσαμε να μπουν στη θρυλική μας κόγχη κι όλοι μαζί με μια φωνή βροντοφωνάξαμε ΟΧΙ.
Και τ' ΟΧΙ αυτό οι φαντάροι μας το φόρεσαν για χλαίνη και στο Ιβάν τ’ανέβασαν κι απέ στο Τεπελένι και γίνηκε το ΟΧΙ αυτό αίμα, φωτιά, κραυγή, και μπρος του εγονάτισε έκπληκτη όλη η γη.
Ίσως μου πείτε βαρετά, αυτά μας τα ‘πες πάλι, μ’ αυτό το έπος Βέμπο μου μας πήρες το κεφάλι.  Μα να τι λέει αυτή η φωνή σ’ αυτές τις ειρωνείες. Δεν σβήνουν, δεν πεθαίνουνε ποτέ οι Αλβανίες.
Πρέπει λοιπόν τη δόξα αυτή καμάρι να την έχουμε και γύρω της κάθε στιγμή ευλαβικά να τρέχουμε. Και στις καινούργιες τις γενιές, στα νέα παιδιά, στ’ αγγόνια, πρέπει να τους διηγόμαστε όλοι εμείς για χρόνια πως μπρος στον Ντούτσε ορθώθηκαν μια χούφτα απλοί φαντάροι και γράψαν με το αίμα τους το Έπος το Αλβανικό, για να μπορούν οι νέες γενιές να το ‘χουνε καμάρι που τρέχει μες τις φλέβες τους αίμα ελληνικό.
Σ’ αυτά τα χρόνια άλλαξε του τραγουδιού η μορφή.  Ο έρωτας ξεχάστηκε, μπήκε ξανά στην μπάντα και μες σε πόλεις και χωριά και σε κάθε κορφή, νέα τραγούδια ακούστηκαν, τραγούδια του Σαράντα.



Τα δικά σου τα μάτια  (1939)

Β. Σπυρόπουλος, Π. Παπαδούκας    Κ. Γιαννίδης

Πως θυμάμαι εκείνο τα βράδυ
που σε είδα για πρώτη φορά
και τα μάτια σου μες στο σκοτάδι
με κοιτάζαν τρυφερά
από τότε τα βλέπω μπροστά μου
με το βλέμμα τους το φλογερό
τα θωρώ και να βρω ησυχία δεν μπορώ

Τα δικά σου τα μάτια
έχουν στην καρδιά μου βαθειά καρφωθεί
στα δικά σου τα μάτια
έχουν τα δικά μου γλυκά σκλαβωθεί
να τα βλέπω δεν χορταίνω
και με κάνουν και πεθαίνω
τα δικά σου τα μάτια
έχουν στην καρδιά μου βαθειά καρφωθεί

Πως ζηλεύω σαν άλλον κοιτάζουν
και του ρίχνουν κρυφές σαϊτιές
μαχαιριές δυνατές που με σφάζουν
είν’ εκείνες οι ματιές
μέρα νύχτα τα βλέπω μπροστά μου
όπου πάω και όπου σταθώ
θα χαθώ, θα χαθώ
και γι’ αυτά θα τρελαθώ

Τα δικά σου τα μάτια...



Πόσο λυπάμαι   (1939)

Β. Σπυρόπουλος, Π. Παπαδούκας   Κ. Γιαννίδης

Πολλές αγάπες γνώρισα, αγάπησα και χώρισα
μα όπου κι αν γυρνούσα εσένα ζητούσα
Στα όνειρα τα χίλια μου σε γύρευαν τα χείλη μου
σε γύρευε η ψυχή μου κι οι πόθοι οι κρυφοί μου

Πόσο λυπάμαι τα χρόνια που πήγαν χαμένα
πριν να γνωρίσω εσένα που πρόσμενα καιρό
μα πως φοβάμαι πως ίσως μια μέρα σε χάσω
γιατί να σε ξεχάσω ποτέ δεν θα μπορώ
μύρε κοντά μου αγάπη γλυκιά μου
θέλω ακόμα ξανά να σου πω
πόσο φοβάμαι πως ίσως μια μέρα σε χάσω
και πώς να σε ξεχάσω που τόσο σ’ αγαπώ



Αγκαλιά εγώ και ‘συ στ’ αμπαζούρ το θαλασσί 
                           ( ή Νάνι, νάνι…)      (1939)

Χρ. Γιαννακόπουλος             Γ. Κυπαρίσσης

Έξω βρέχει πολύ κι είν’ η νύχτα θολή
λες και βρέχει παντού στον πλανήτη
που να πάμε και πως και ποιος θα ‘ναι ο σκοπός
πιο καλά να καθίσουμε σπίτι
Να κτενίσω μαλλιά, να κατέβω σκαλιά
δεν αξίζει στ’ αλήθεια ο κόπος
ας καθίσουμε εδώ να με δεις να σε δω
κι ας περάσουμε απόψε όπως-όπως

Αγκαλιά εγώ κι εσύ στ΄αμπαζούρ το θαλασσί από κάτω
μ’ ένα-δυο μαρασκινό κι ένα τσιγαράκι αγνό μυρωδάτο
με πινάκλ ή με κουνκάν στο ντιβάνι
θα περάσει η βραδιά τι θα κάνει
κι όταν φτάσει πια η μισή
αγκαλιά εγώ κι εσύ νάνι, νάνι

Θα κυλήσει η βραδιά πληκτική και βαριά
αλλά θα ‘ναι απαλή και ωραία
γιατί πάνε καιροί, τι αλήθεια σκληρή
που δεν κάνουμε οι δυο μας παρέα
Στοργικά, φιλικά, βυθισμένοι γλυκά
στου καπνού τις γαλάζιες τουλίπες
θα μιλάμε αργά και θα λέμε σιγά
τους καημούς, τις χαρές μας, τις λύπες

Αγκαλιά εγώ κι εσύ…




Το χαστούκι   (1952)

Μ. Τραϊφόρος, Γ. Γιαννακόπουλος   Θ. Παπαδόπουλος

Απ’ τη ζωή μου τη φρικτή, μέχρι τα τώρα είχα δεχτεί
τόσα χαστούκια μαζεμένα, τόσα χαστούκια μαζεμένα
μέρα καλή δεν έχω δει, μου ‘λειπε μόνο δηλαδή
ένα χαστούκι κι από σένα, ένα χαστούκι κι από σένα

Για το χαστούκι σου αυτό, δεν πρόκειται να σου κλαφτώ
κι ούτε μαράζι να το βάνω, κι ούτε μαράζι να το βάνω
και συλλογιέμαι πως καμιά, να πάθω δεν μπορώ ζημιά
μ’ ένα χαστούκι παραπάνω, μ’ ένα χαστούκι παραπάνω

Χτύπα λοιπόν χτύπα γερά, χτύπα με ακόμα μια φορά
αφού το κέφι σου το θέλει, αφού το κέφι σου το θέλει
μα να θυμάσαι όπου πας, είν’ ανανδρία να χτυπάς
ένα ανθρώπινο κουρέλι, ένα ανθρώπινο κουρέλι



Μια φορά μονάχα ζούμε   (1947)

Μ. Τραϊφόρος       Κ. Γιαννίδης

Πόσο κουτοί είμαστε κι οι δυο, πόσο κουτοί
ενώ η ζωή μας είναι τόσο λιγοστή
εμείς την παίρνουμε στα σοβαρά
λες και θα ζήσουμε κι άλλη φορά
και δεν σκεφτόμαστε τον χρόνο που κυλά
να τον περάσουμε χαρούμενα κι απλά
μα τον γεμίζουμε με συμφορά
λες και θα ζήσουμε κι άλλη φορά

Μια φορά μονάχα ζούμε
όλοι ερχόμαστε και γρήγορα περνούμε
μια φορά μονάχα ζούμε στον κόσμο αυτό και γι’ αυτό
η ζωή μας κάθε μέρα κάθε βράδυ
ας κυλάει μες το γέλιο μες το χάδι
γιατί όλοι σοβαρά ας το σκεφτούμε
μια φορά μονάχα ζούμε

Ενώ μια αγάπη μας τυλίγει αληθινή
κι είν’ η ζωή μας σαν τον ήλιο φωτεινή
λένε τα χείλη μας λόγια πικρά
λες και θα ζήσουμε κι άλλη φορά
ποτέ δεν το ‘χουμε ποτέ συλλογιστεί
ότι θα σπάσει της ζωής μας η κλωστή
και τυραννιόμαστε τόσο σκληρά
λες και θα ζήσουμε κι άλλη φορά

Μια φορά μονάχα ζούμε…



Πάντα μαζί    (1944)

Μ. Τραϊφόρος       Λ. Ραπίτης

Σ’ αγαπώ και στον ίδιο τρελό σκοπό
θα σου λέω αιώνια, σ’ αγαπώ, σ’ αγαπώ
τα παλιά θα περάσουνε τα παλιά
και θα ζούμε σαν δυο πουλιά, σε μια φωλιά

Πάντα μαζί, θα βρισκόμαστε πάντα μαζί
κι απαλά θα κυλάει η ζωή βράδυ-πρωί
θα σου φιλώ, τα δυο χείλη σου θα σου φιλώ
και ποτέ η αγάπη αυτή δεν θα σβηστεί
Άδεια δεν θα φεύγουνε τα βράδια
και θα έχει πάντ’ αυτή η καρδιά, Πρωτομαγιά
Πάντα μαζί θα βρισκόμαστε πάντα μαζί
και ποτέ η αγάπη αυτή δεν θα σβηστεί

Στη ζωή, στη ζωή μας κάθε στιγμή
αγκαλιά θα μας βρίσκουν κι οι καημοί κι οι λυγμοί
μα γοργά θα βρεθούμε πολύ γοργά
στης χαράς τ’ απαλό νησί εγώ και ‘συ

Πάντα μαζί, θα βρισκόμαστε πάντα μαζί
κι απαλά θα κυλάει η ζωή βράδυ-πρωί
θα σου φιλώ, τα δυο χείλη σου θα σου φιλώ
και ποτέ η αγάπη αυτή δεν θα σβηστεί
άδεια δεν θα φεύγουνε τα βράδια
και θα έχει πάντ’ αυτή η καρδιά, Πρωτομαγιά
Πάντα μαζί θα βρισκόμαστε πάντα μαζί
και ποτέ η αγάπη αυτή δεν θα σβηστεί



Ραντεβού στην Αθήνα   (1944)

Μ. Τραϊφόρος      Λ. Ραπίτης

Ομορφιές έχει ο κόσμος σωρό
μα η Αθήνα και ποιος δεν το ξέρει
κάτι άλλο έχει εκείνη θαρρώ
που δεν το ‘χουνε τ’ άλλα τα μέρη
να γιατί σ’ όποια γη κι ουρανό
σαν με πάει της μοίρας τ’ αγέρι
μια στιγμή δεν ξεχνώ της Αθήνας το κάθε στενό

Ραντεβού στην Αθήνα οι καρδιές ψιθυρίζουν βαθιά
ραντεβού στην Αθήνα για να πιούμε ρετσίνα ξανθιά
είμαστε Αθήνα δεσμώτες δικοί σου
κι όταν φεύγουμε λίγο απ’ τη γη σου
ραντεβού στην Αθήνα οι καρδιές ψιθυρίζουν βαθιά

Είσαι μάγισσα Αθήνα μου εσύ
που κι ο ήλιος μπροστά σου τα χάνει
κι όταν πιει δυο ποτήρια κρασί
λησμονιέται και κόρτε σου κάνει
κι έτσι έχεις τον ήλιο αγκαλιά
που διαρκώς στο χρυσάφι σε ντύνει
και χιλιάδες φιλιά τα ξανθά σου γιομίζει μαλλιά

Ραντεβού στην Αθήνα οι καρδιές ψιθυρίζουν βαθιά
ραντεβού στην Αθήνα για να πιούμε ρετσίνα ξανθιά
είμαστε Αθήνα δεσμώτες δικοί σου
κι όταν φεύγουμε λίγο απ’ τη γη σου
ραντεβού στην Αθήνα οι καρδιές ψιθυρίζουν βαθιά




Η Τσιγγάνα  ή   Όμορφη τσιγγάνα   (1933)
(Το πρώτο - πρώτο τραγούδι που ερμήνευσε στο θέατρο)
Αντώνης Βώττης           Λώλα Βώττη

Στο τσαντίρι το φτωχό της μια τσιγγάνα τραγουδεί
το θωρεί γι’ ανάκτορό της κι άλλο δεν ζητά να ιδεί
όταν ένα ερωτευμένο πριγκιπόπουλο ξανθό
της σφυρίζει μαγεμένο «Μπρος τα κάλλη σου μεθώ»

Όμορφη τσιγγάνα τέτοια μάτια πλάνα, μαύρα μάτια μεθυστικά
τις καρδιές που καίνε κι οι ματιές τους λένε τόσα λόγια ερωτικά
όπως τα δικά σου αξίζουνε, στοχάσου, όσα πλούτη λαχταράς
έλα και θα βρεις κοντά μου το παλάτι της χαράς

Από πλούτη είχε χορτάσει κι όμως πάλι δεν μπορεί
ούτε ώρα να ξεχάσει την καλύβα τη μικρή
σαν τσιγγάνα πόθο κρύβει τα παλιά να ξαναϊδεί
και γυρνώντας στο καλύβι στον καλό της τραγουδεί

Όμορφη τσιγγάνα που ‘χει μάτια πλάνα, μάτια που ζητάνε φιλιά
έρωτα κι αν δίνει στην καρδιά της κλείνει έρωτα τρελό στα παλιά
όπου και να πάει όλα τ’ αψηφάει, δεν τη νοιάζει ούτε ο παράς
το τσαντίρι έχει μόνο για παλάτι της χαράς




Αγαπούλα μου   (1943)

Χ. Γιαννακόπουλος, Α. Σακελλάριος   Θ. Σακελλαρίδης

Το τζιτζίκι σε κάποιο κλαρί
πάλι αρχίνησε να φλυαρεί
στον παλιό του τον ίδιο σκοπό
τι να λέει; Τ΄ακούς; Σ΄αγαπώ, σ΄αγαπώ, σ΄αγαπώ

Στα φυλλώματα κάποιας ιτιάς
το μεράκι που στέλνει ο νοτιάς
ψιθυρίζει κι αυτό χαρωπό
τι να λέει; Τ΄ακούς; Σ΄αγαπώ, σ΄αγαπώ, σ΄αγαπώ

Αγαπούλα μου, αγαπούλα μου, όλα είναι κοντά σου ωραία
αγαπούλα μου, αγαπούλα μου, μοναχή της ζωής μου παρέα
στέλνει ο ήλιος το φως του για μας
για χατίρι μας βγαίνει η σελήνη
αγαπούλα μου, αγαπούλα μου, λες κι ο κόσμος για μας έχει γίνει

Κάπου εκεί ένα φλερτ αρχινά
μια μικρή πεταλούδα γυρνά
φτερουγίζει σ΄έν’ άνθος νωπό
τι να λέει; Τ' ακούς; Σ΄αγαπώ, σ΄αγαπώ, σ΄αγαπώ

Αγαπούλα μου, αγαπούλα μου, όλα είναι κοντά σου ωραία
αγαπούλα μου, αγαπούλα μου, μοναχή της ζωής μου παρέα
στέλνει ο ήλιος το φως του για μας
για χατίρι μας βγαίνει η σελήνη
αγαπούλα μου, αγαπούλα μου, λες κι ο κόσμος για μας έχει γίνει



Όπου κι αν πας     (1947)

Μ. Τραϊφόρος       Χρ. Χαιρόπουλος

Εκεί που πας κοντά μου πάντοτε θα μείνεις
κι αν κλαίω αγάπη μου που φεύγεις και μ’ αφήνεις
κι αν είναι ο νους μου τόσο γκρίζος και βαρύς
φταίει ο χειμώνας που ‘ρθε φέτο πιο νωρίς
κι αυτά τα δάκρυα της θλιμμένης μου ψυχής
δεν είναι δάκρυα μα στάλες της βροχής
κι αν ο βοριάς μέσα στα κλώνια σιγοκλαίει
άκουσέ απόψε την καρδιά μου σου λέει

Όπου κι αν πας, όσο κι αν λείψεις κι αν μ’ αφήσεις
κοντά μου πάλι θα γυρίσεις
θα ξαναρθείς γιομάτη έρωτα κι ελπίδες
να μου χαϊδέψεις τις καινούργιες μου ρυτίδες
περνούν οι έρωτες παίρνουν οι ερασταί
μα εμείς οι δυο δεν θα χωρίσουμε ποτέ
κι όπου κι αν πας κι όσο κι αν λείψεις κι αν μ’ αφήσεις
πάλι κοντά μου θα γυρίσεις

Όσο θα λείπεις η καρδιά μου θα ‘ναι άδεια
μα η θύμησή σου θα μου διώχνει τα σκοτάδια
κι όταν θα ‘ρθεις θα σε προσμένουνε σκυφτές
μια στρατιά απ’ ανεμώνες γελαστές
κι οι πόθοι μου όλοι μ’ όσες μπόρες κι αν τους βρουν
τις γιορτινές τους τις λιβρέες θα φορούν
κι εμπρός στην πόρτα του σπιτιού θα καρτερούνε
το «καλώς ήρθες» κάποιο βράδυ να σου πούνε

Όπου κι αν πας όσο κι αν λείψεις κι αν μ’ αφήσεις…



Η γαλανή μας χώρα   (1943)

Μ. Τραϊφόρος         Γ. Μυρογιάννης

Πίκρες και βάσανα πατρίδα μου αγαπημένη
θρόνο έχουν στήσει στην θλιμμένη σου την ψυχή
και τ’ ομολογώ πως κλαίω κι όλη αναρριγώ και λέω
για τη μαύρη τούτη εποχή

Τι φρίκη, Θεέ μου, μια χώρα δοξασμένη
που είναι η γη της με αίμα ποτισμένη
να ζητιανεύει λίγο ξερό ψωμί
για να στυλώσει το δόλιο της κορμί
Τι φρίκη, Θεέ μου, η γαλανή μας χώρα
που τους εχθρούς της πολέμησε μ’ ορμή
η χώρα αυτή η ζηλευτή
τ’ άγιο της χέρι ν’ απλώνει σ’ όλους τώρα

Εμείς που έχουμε το ένδοξο Εικοσιένα
που ‘χουμε απάνω μας μια τέτοια κληρονομιά
μες απ’ τη σκλαβιά που ζούμε
με γερή καρδιά θα βγούμε
και μ’ ορθά κι ατσάλινα κορμιά

Και θα ‘ρθει η ώρα που όλα θα ξεχαστούνε
πάλι τραγούδια γύρω μας θ’ ακουστούνε
και μια Ελλάδα ακόμα πιο δυνατή
μέσ’ απ’ τα μαύρα ερείπια θα πεταχτεί
και θα ‘ρθει η δόξα δίπλα μας να καθίσει
και θα ντυθεί στα κάτασπρα κάθε τι
και όλη η γη, κάποιαν αυγή,
τη γαλανή μας χώρα θα προσκυνήσει



Μη ζητά φιλιά  (1934)
(Το πρώτο-πρώτο τραγούδι που γραμμοφώνησε με την Parlophone)

Πωλ Νορ         Ντ’ Άντζελις

Αν πολύ δεν αγαπήσεις
δεν πονέσεις, δεν θρηνήσεις
αν δεν μείνεις δίχως χάδι
αν δεν κλάψεις στο σκοτάδι
Τι θα πει ζωή δεν ξέρεις
αν πολύ δεν υποφέρεις
κι αν ακόμα δεν μισήσεις
και ο ίδιος μισηθείς

Μη ζητάς φιλιά, ούτε αγκαλιά
και μην προδοθείς, για να χαρείς ότι ποθείς
κρύφ’ τον πόνο σου, κλάψε μόνο σου
πρόσεξε να μην φανερωθείς

Αφού όλα τα χορτάσεις
αφού παίξεις και γελάσεις
και γλεντήσεις και γιορτάσεις
στης ζωής το πανηγύρι
Αφού πιεις κι αφού μεθύσεις
και χαρείς και ξενυχτήσεις
αφού όλα τ’ αποχτήσεις
και τα χάσεις και χαθείς

Μη ζητάς φιλιά, ούτε αγκαλιά
και μην προδοθείς, για να χαρείς ότι ποθείς
κρύφ’ τον πόνο σου, κλάψε μόνο σου
πρόσεξε να μην φανερωθείς



Ο μήνας έχει δεκατρείς   (1955)

Μ. Κακογιάννης     Μ. Χατζηδάκης

Ο μήνας έ, ο μήνας έχει δεκατρείς
καταραμένη μέρα
δε θέλω ν’ ανταμώσω άνθρωπο
ούτε για κα, ούτε για καλημέρα
δε θέλω ν’ ανταμώσω άνθρωπο
ούτε για κα, ούτε για καλημέρα

Κάθε φορά που ξημερώνει δεκατρείς
δε βγαίνω απ’ το κρεβάτι
κλειδώνω πόρτες και παράθυρα
μα που να κλεί, μα που να κλείσω μάτι
κλειδώνω πόρτες και παράθυρα
μα που να κλεί, μα που να κλείσω μάτι

Άτιμη με, άτιμη μέρα μ’ έφαγες
μου κάψες τα φτερά μου
στον έρωτα με κάνεις διαρκώς
να χάνω τα, να χάνω τα νερά μου
στον έρωτα με κάνεις διαρκώς
να χάνω τα, να χάνω τα νερά μου

Με λένε για, με λένε για προληπτική
μα το ’φερε η μοίρα
στις δεκατρείς να μείνω ορφανή
στις δεκατρείς, στις δεκατρείς και χήρα
στις δεκατρείς να μείνω ορφανή
στις δεκατρείς, στις δεκατρείς και χήρα



Σαλονίκη μου  (1968)

(Παλέ ντε Σπορ Θεσσαλονίκης, Δευτέρα 9.9.1968)

Μ. Τραϊφόρος        Ζ. Ιακωβίδης

Σ’ αυτήν την πόλη και σ’ αυτές εδώ τις ρούγες
πρωτοσεργιάνησε η θλιμμένη μου φωνή
κι εδώ πρωτάνοιξανν του ονείρου μου οι φτερούγες
και με δεχτήκαν σαν παιδί τους οι ουρανοί

Μάνα μου δεύτερη μου στάθηκε αυτή η πόλη
γιατί μια νύχτα χειμωνιάτικη θολή
εδώ η ψυχή μου πρωτοβγήκε αραξοβόλι
κι η μοίρα μου’δωσε το πρώτο της φιλί

Σαλονίκη μου
πρώτο δάκρυ μου και πρώτη μου χαρά
Σαλονίκη μου
με νανούρισες εσύ πρώτη φορά
και ο ήλιος σου πρωτοζέστανε τα ξάγρυπνα όνειρά μου
Σαλονίκη μου
σ’ έχω πάντα φυλαχτό μες την καρδιά μου





Δεν είναι αυτή ζωή    (1953)

Μ. Τραϊφόρος, Δ. Βασιλειάδης     Λ. Ραπίτης

Λόγια σκληρά, ζήλιες φρικτές δεν μπόρεσα μαζί σου άκρη να ‘βρω
το σήμερα χειρότερο απ’ το χθες και τ’ αύριο απ’ το σήμερα πιο μαύρο
κάθε λεπτό, κάθε στιγμή αντί να είν’ η άνοιξη κοντά μας
κοπάδια υποψίες και θυμοί κρατάνε συντροφιά στον έρωτά μας
Α, α, α, α, α, α, α…

Δεν είν’ αυτή ζωή δεν είναι κι δυο πνιγόμαστ’ απ’ της ζήλιας τους καπνούς
γι’ αυτό αγάπη μου σύννεφο γίνε και φύγε απόψε για ξένους ουρανούς
κι αφού το πείσμα μας συγκρατεί κοντά μου απόψε για λίγο μείνε
Κι έπειτα φύγε, φύγε γιατί δεν είναι αυτή ζωή δεν είναι
κι έπειτα φύγε, φύγε γιατί δεν είναι αυτή ζωή δεν είναι

Το ‘χω σκεφτεί από καιρό πως πρέπει μια βραδιά θολή και κρύα
να δώσουμε ένα τέλος σοβαρό στην όμορφη κι απλή μας ιστορία
Μα θα στο πω ορθά, κοφτά κι αν σκόρπισε ο χρόνος τα όνειρά μας
κι αν έχουν γίνει στάχτη όλ’ αυτά, μια σπίθα πάντα υπάρχει στην καρδιά μας
Α, α, α, α, α, α, α…

Δεν είν’ αυτή ζωή δεν είναι κι δυο πνιγόμαστ’ απ’ της ζήλιας τους καπνούς
γι’ αυτό αγάπη μου σύννεφο γίνε και φύγε απόψε για ξένους ουρανούς
κι αφού το πείσμα μας συγκρατεί κοντά μου απόψε για λίγο μείνε
κι έπειτα φύγε, φύγε γιατί δεν είναι αυτή ζωή δεν είναι
κι έπειτα φύγε, φύγε γιατί δεν είναι αυτή ζωή δεν είναι




Πάμ’ έναν περίπατο   (1940)

Δ. Γιαννουκάκης            Ι. Ριτσιάρδης

Να το φεγγάρι που βγαίνει
και με χαρά το προσμένει
με το θυμάρι του ο Υμηττός
και ο Λυκαβηττός
λούζει μ’ αγάπης αχτίδα
τη σιωπηλή Φρεαττύδα
κι εκείνο πέφτει γεμάτο χαρά
να λουστεί στα ήσυχά της νερά

Αχ, πάμε έναν περίπατο το βράδυ
έτσι αγκαλιασμένοι στο σκοτάδι
το φεγγάρι όταν δει ζευγάρι
ασημώνει τα πεύκα και πίσω απ’ τη λεύκα χαμογελά
και μας στέλνει αχτίδες, αγάπης ελπίδες
και μας φιλά, χαμογελά και μας φιλά

Στέλνει το φως του όλο ίσια
μες τ’ ανθισμένα Πατήσια
κι όμως τη βόλτα του δεν λησμονά
στης Πλάκας τα στενά
για την Αθήνα πεθαίνει
και λένε ντόπιοι και ξένοι
πως το φεγγάρι στ’ αλήθεια μπορεί
να γεννήθηκε μες του Ψυρρή

Αχ, πάμε έναν περίπατο το βράδυ...





Είσαι ο Παράδεισος κι η Κόλασή μου  (1952)

Μ. Τραϊφόρος, Γ. Γιαννακόπουλος     Λεβ

Κάθε μου όνειρο σου οφείλω γελαστό
αλλά και κάθε μου ρυτίδα σου χρωστώ
κάθε μου πόνο εσύ σκορπάς με μια ματιά σου
και κάθε δάκρυ μου παιδί είναι του έρωτά σου
α… α… α… α… α…

Είσαι ο Παράδεισος κι η Κόλασή μου
η άγρια νύχτα μου και το πρωί μου
ο ήλιος είσαι που μ’ αγκαλιάζει
κι είσαι το σύννεφο που τον σκεπάζει
Άλλοτε μοιάζεις με το Αιγαίο το γαλανό
μα πιο συχνά με τον πιο μαύρο ωκεανό
ήσουν και θα ‘σαι αγάπη μου χρυσή μου
και ο Παράδεισος κι η Κόλασή μου




Σε μισώ    (1951)
Α. Σακελλάριος, Δ. Βασιλειάδης     Λ. Ραπίτης

Σ’ αγαπώ με μι’ αγάπη περίεργη
που ένα μίσος βαθύ την τυλίγει
σε μισώ μ’ ένα μίσος ατέλειωτο
που ‘χει και τρυφερότητα λίγη
Δεν μπορώ να ξεφύγω από σένανε
δεν μπορώ και κοντά σου να μείνω
είμαι άρρωστη, είμαι μια άρρωστη
που καλά δεν το θέλω να γίνω

Σε μισώ μ’ ένα μίσος ατέλειωτο
τα μισώ τα φλογάτα σου χείλια
μα στο μπράτσο μιας άλλης αν σ’ έβλεπα
θα με είχε τρελάνει η ζήλια
Σ’ αγαπώ με μι’ αγάπη περίεργη
που ένα μίσος βαθύ την τυλίγει
σε μισώ μ’ ένα μίσος ατέλειωτο
που ‘χει και τρυφερότητα λίγη

Δεν μπορώ να ξεφύγω από σένανε
δεν μπορώ και κοντά σου να μείνω
είμαι άρρωστη, είμαι μια άρρωστη
που καλά δεν το θέλω να γίνω (δις)




Δεν θέλω  (1950)
Γ. Ασημακόπουλος, Β. Σπυρόπουλος, Π. Παπαδούκας    Μ. Σουγιούλ

Δεν θέλω πίσω να γυρίσεις
και να μου θυμίσεις και πάλι τα παλιά
Δεν θέλω να ‘ρθεις να δακρύσεις
και να με μεθύσεις με ψεύτικα φιλιά
Δεν θέλω να θυμάμαι τα βράδια
την ψυχή σου την άδεια
την πλανεύτρα σου αγκαλιά

Θέλω να μπορούσε να γίνει
να ‘βρω λίγη γαλήνη
έστω και μια βραδιά
Θέλω να κυλίσει ο χρόνος
και να σβήσει ο πόνος
που ‘χω μες την καρδιά

Θέλω ένα θαύμα να γίνει
και να μη σ’ αγαπώ
Θέλω μα η αγάπη δε μ’ αφήνει
όσα θέλω να σου πω
Θέλω να μπορούσε να γίνει
να ‘βρω λίγη γαλήνη
έστω και μια βραδιά



Η ζωή μας είναι λίγη  (1954)

Μ. Τραϊφόρος, Γ. Γιαννακόπουλος   Μ. Θεοφανίδης

Η ζωή μας είναι λίγη, τόσο λίγη
και σαν όνειρο θα φύγει και θα σβηστεί
στα κατάμαυρα μαλλιά μας θα ‘ρθουν χιόνια
κι η αγάπη με τα χρόνια θα ξεχαστεί

Τι γρήγορα η ζωή που φεύγει αληθινά
κι ο έρωτας κι αυτός τι γρήγορα περνά
γι’ αυτό μην κλαίτε μη και πόνοι και λυγμοί
να μη σας βασανίζουν, αχ…

Η ζωή μας είναι λίγη, τόσο λίγη
και σαν όνειρο θα φύγει και θα χαθεί

Με φιλιά φλογάτα πνίξε με ξανά
κι αφού φεύγουνε τα νιάτα
κι αφού ο έρωτας περνά
πίνε κι όλο πίνε πόνε μου μπεκρή
γιατί αυτή ζωή δεν είναι παρά μια χίμαιρα πικρή

Αχ, γύρε κοντά μου, αχ, ως το πρωί
γιατί όμορφ’ έρωτά μου κρατάει λίγο η ζωή



Κι έτσι πήγε χαμένο το βράδυ (1951)

Μ. Τραϊφόρος       Μ. Σουγιούλ

Κόψ’ τη γκρίνια κόψε μας προσμένει απόψε
το ντιβάνι στρωμένο και το τζάκι αναμμένο
δυο λικέρ και πεντέξι ουίσκι
λίγο ράδιο και δυο-τρεις δίσκοι
δυο φιλιά, δυο ματιές κι ένα χάδι
και θα πάει σπουδαία το βράδυ

Η βροχή που κλαίει σ’ αγαπώ μας λέει
κι ο βοριάς που σφυρίζει σ’ αγαπώ ψιθυρίζει
μη γκρινιάσεις λοιπόν μη δακρύσεις
τ’ αμπαζούρ μόνο αν θέλεις να σβήσεις
να μας βρει αγκαλιά το σκοτάδι
και θα πάει σπουδαία το βράδυ

Μα εσύ δεν πίνεις και το φως δεν σβήνεις
και μια ανόητη πλήξη σ’ έχει απόψε τυλίξει
τις γυμνές μινιατούρες ζηλεύεις
μα απόψε καβγά μη γυρεύεις
στη φωτιά πάψε να ρίχνεις λάδι
και θα πάει σπουδαία το βράδυ

Κλείσ’ το ράδιο κλείσε όλο ζήλειες είσαι
τις μουρμούρες σου πάψε κι άντε σπίτι σου κλάψε
σου το είπα τις γκρίνιες σου κόψε
μα με άφησες πάλι απόψε
δίχως ένα φιλί δίχως χάδι
αχ! κι έτσι πήγε χαμένο το βράδυ




Ομόνοια Πλας  (1954)

Γ. Ασημακόπουλος, Β. Σπυρόπουλος, Π. Παπαδούκας   Μ. Θεοφανίδης

Σαν τη Πλας Πιγκάλ από χρόνια, μια πλατεία πολύ κεντρική
στην Αθήνα μας είν’ η Ομόνοια, που ‘ναι η φήμη της ιστορική
Σε κάθε γωνία εφτά καφενεία καρέκλες με κόσμο γεμάτες
και ταξί που ψαρεύουν πελάτες
Κομψοί και ωραίοι πολίσμαν τροχαίοι
πεντέξι παλιές μπυραρίες
καβγαδάκια στις αφετηρίες
Καμπαρέ με τζαζ-μπαντ και μελ-φαμ
με ταμπέλες που λένε γουελκάμ
τι ρυθμός και ζωή και κοσμοσυρροή
μέρα νύχτα και ως το πρωί
Και τ’ ανθοπωλεία σειρά στην πλατεία
τριάντα περίπτερα πλάι κι από κάτω μετρό που περνάει
πιο εκεί κουλουρτζή ο ταβλάς, να η Ομόνοια Πλας

Μια πλατεία παλιά όλο χάρη
όλοι οι δρόμοι οδηγούν προς τα ‘κει
και μαζεύονται και οι φαντάροι το απόγευμα την Κυριακή
Πλατεία κοκέτα, φαγιά σε πακέτα
τσατσάρες, στυλό και λαχεία
και χαζοί από την επαρχία
Δυο μέτρα πιο κάτω πολύ ορεξάτο
παρφέμ ένα γύρω σκορπίζει το ντονέρ, το κεμπάπ που γυρίζει
και αργά από κάποιο στενό για βολτίτσα προβάλλει ο Ζανό
τι ρυθμός και ζωή και κοσμοσυρροή μέρα νύχτα και ως το πρωί
Και πριν ξημερώσει ξενύχτηδες τόσοι περνούν για να παν’ για το σπίτι
ενώ το πρώτο τραμ σκάει μύτη
πιο εκεί κουλουρτζή ο ταβλάς, να η Ομόνοια Πλας




 Αρχείο Κατερίνας Κ. Πετρίδου